„λιμοκοντόρος“: αρσενικό λιμοκοντόρος [limokonˈdoros]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Dandy Dandyαρσενικό | Maskulinum, männlich m λιμοκοντόρος λιμοκοντόρος