„λαχταριστός“ λαχταριστός [laxtarisˈtos], λαχταριστή, λαχταριστόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) sehnlich sehnlich λαχταριστός λαχταριστός