λαμπρός
[lamˈbros], λαμπρή, λαμπρόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- λαμπρός λαμπερός
- hervorragendλαμπρός διαπρεπήςλαμπρός διαπρεπής
- ausgezeichnetλαμπρός έξοχοςλαμπρός έξοχος
- glänzendλαμπρός επίδοση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφλαμπρός επίδοση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
exemples
- λαμπρή απόδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich fGlanzleistungθηλυκό | Femininum, weiblich f