„λίπανση“: θηλυκό λίπανση [ˈlipansi]θηλυκό | Femininum, weiblich f <-σεως> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Einölen, Einfettung, Schmierung, Düngung Einölenουδέτερο | Neutrum, sächlich n λίπανση μηχανής Einfettungθηλυκό | Femininum, weiblich f λίπανση μηχανής Schmierungθηλυκό | Femininum, weiblich f λίπανση μηχανής λίπανση μηχανής Düngungθηλυκό | Femininum, weiblich f λίπανση χωραφιού λίπανση χωραφιού