κύστη
[ˈkjisti]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Blaseθηλυκό | Femininum, weiblich fκύστη ανατομία | Anatomieανατκύστη ανατομία | Anatomieανατ
- Zysteθηλυκό | Femininum, weiblich fκύστη ιατρική | Medizinιατρκύστη ιατρική | Medizinιατρ
exemples
- ουροδόχος κύστηHarnblaseθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κυστική δυσλειτουργίαθηλυκό | Femininum, weiblich f ιατρική | MedizinιατρBlasenleidenουδέτερο | Neutrum, sächlich n