κύρωση
[ˈkjirosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Bestätigungθηλυκό | Femininum, weiblich fκύρωση επικύρωσηRatifizierungθηλυκό | Femininum, weiblich fκύρωση επικύρωσηκύρωση επικύρωση
- Sanktionenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplκύρωση πληθυντικός | Pluralplκύρωση πληθυντικός | Pluralpl
exemples
- κύρωση του ήπατος ιατρική | MedizinιατρLeberzirrhoseθηλυκό | Femininum, weiblich f