„κόρη“: θηλυκό κόρη [ˈkori]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Tochter, Mädchen, Pupille Tochterθηλυκό | Femininum, weiblich f κόρη σε σχέση με τους γονείς κόρη σε σχέση με τους γονείς Mädchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n κόρη κορίτσι κόρη κορίτσι Pupilleθηλυκό | Femininum, weiblich f κόρη των ματιών κόρη των ματιών exemples κόρη οφθαλμού Augapfelαρσενικό | Maskulinum, männlich m κόρη οφθαλμού διαφυλάττω κ-ν/κ-ι ως κόρη οφθαλμού j-n/etw wie seinen Augapfel hüten διαφυλάττω κ-ν/κ-ι ως κόρη οφθαλμού