κυριακάτικος
[kjirjaˈkatikos], κυριακάτικη, κυριακάτικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- sonntäglichκυριακάτικοςκυριακάτικος
exemples
- κυριακάτικη εφημερίδαθηλυκό | Femininum, weiblich fSonntagszeitungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κυριακάτικη υπηρεσίαθηλυκό | Femininum, weiblich fSonntagsdienstαρσενικό | Maskulinum, männlich m