„κυκλοθυμικός“ κυκλοθυμικός [kjikloθimiˈkos], κυκλοθυμική, κυκλοθυμικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) launisch launisch κυκλοθυμικός κυκλοθυμικός