„κρυπτογραφία“: θηλυκό κρυπτογραφία [kriptoɣraˈfia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Verschlüsslung Verschlüss(e)lungθηλυκό | Femininum, weiblich f κρυπτογραφία και | undκ. ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ κρυπτογραφία και | undκ. ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ