„κρεμώ“: μεταβατικό ρήμα κρεμώ [kreˈmo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) hängen, aufhängen, erhängen hängen (σε an+αιτιατική | +Akkusativ +akk) κρεμώ κάδρο κρεμώ κάδρο aufhängen κρεμώ ρούχα κρεμώ ρούχα erhängen κρεμώ άνθρωπο κρεμώ άνθρωπο