κρατικός
[kratiˈkos], κρατική, κρατικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- staatlich, Staats-κρατικόςκρατικός
exemples
- κρατικά ομόλογαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplStaatsgelderπληθυντικός | Plural pl
- κρατικές δαπάνεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplStaatsausgabenπληθυντικός | Plural pl
- κρατική ιδιοκτησίαθηλυκό | Femininum, weiblich fStaatseigentumουδέτερο | Neutrum, sächlich n
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples