„κοχλάζω“: αμετάβατο ρήμα κοχλάζω [koˈxlazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) brodeln, aufwallen, kochen brodeln, aufwallen κοχλάζω κοχλάζω kochen κοχλάζω από θυμό κοχλάζω από θυμό