κουτάβι
[kuˈtavi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Hündchenουδέτερο | Neutrum, sächlich nκουτάβικουτάβι
- Grünschnabelαρσενικό | Maskulinum, männlich mκουτάβι οικείο | umgangssprachlichοικ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκουτάβι οικείο | umgangssprachlichοικ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ