„κουράγιο“: ουδέτερο κουράγιο [kuˈrajio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Mut Mutαρσενικό | Maskulinum, männlich m κουράγιο κουράγιο exemples δίνω κουράγιο σε κάποιον jemandem Halt geben δίνω κουράγιο σε κάποιον