κοσμικός
[kozmiˈkos], κοσμική, κοσμικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- weltlichκοσμικός όχι κληρικόςκοσμικός όχι κληρικός
- irdischκοσμικός επίγειοςκοσμικός επίγειος
- mondänκοσμικός αριστοκρατικόςκοσμικός αριστοκρατικός
- gesellschaftlichκοσμικός υποχρεώσειςκοσμικός υποχρεώσεις
- kosmischκοσμικός αστρονομία | Astronomieαστρον αστρολογία | Astrologieαστρολκοσμικός αστρονομία | Astronomieαστρον αστρολογία | Astrologieαστρολ
exemples
- κοσμική ακτινοβολίαθηλυκό | Femininum, weiblich fHöhenstrahlungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κοσμική εσπερίδαθηλυκό | Femininum, weiblich fGesellschaftsabendαρσενικό | Maskulinum, männlich m