„κορδέλα“: θηλυκό κορδέλα [korˈðela]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Band, Schleife Bandουδέτερο | Neutrum, sächlich n κορδέλα από ύφασμα Schleifeθηλυκό | Femininum, weiblich f κορδέλα από ύφασμα κορδέλα από ύφασμα exemples κορδέλα για το μέτωπο Stirnbandουδέτερο | Neutrum, sächlich n κορδέλα για το μέτωπο κορδέλα μαλλιών Haarbandουδέτερο | Neutrum, sächlich n κορδέλα μαλλιών