κομβικός
[komviˈkos], κομβική, κομβικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- κομβικός σταθμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mUmsteigebahnhofαρσενικό | Maskulinum, männlich m