„κολαριστός“ κολαριστός [kolarisˈtos], κολαριστή, κολαριστόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) steif steif κολαριστός κολαριστός