κοκκυγικός
[kokjijiˈkos], κοκκυγική, κοκκυγικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- κοκκυγικός σπόνδυλοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m ανατομία | AnatomieανατSchwanzwirbelαρσενικό | Maskulinum, männlich m