„κλωστή“: θηλυκό κλωστή [klosˈti]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Faden, Zwirn, Garn Fadenαρσενικό | Maskulinum, männlich m κλωστή γεν κλωστή γεν (Näh-)Garnουδέτερο | Neutrum, sächlich n κλωστή ραψίματος Zwirnαρσενικό | Maskulinum, männlich m κλωστή ραψίματος κλωστή ραψίματος