„κλούβιος“ κλούβιος [ˈkluvjos], κλούβια, κλούβιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) hohl, faul, dumm hohl κλούβιος κλούβιος faul κλούβιος αβγό κλούβιος αβγό dumm κλούβιος κουτός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ κλούβιος κουτός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ exemples κλούβιο κεφάλιουδέτερο | Neutrum, sächlich n Hohlkopfαρσενικό | Maskulinum, männlich m κλούβιο κεφάλιουδέτερο | Neutrum, sächlich n