„κληρικός“: αρσενικό κληρικός [kliriˈkos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Geistlicher Geistlicherαρσενικό | Maskulinum, männlich m κληρικός κληρικός