κλίση
[ˈklisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Neigungθηλυκό | Femininum, weiblich f (προς nach)κλίση του εδάφουςGefälleουδέτερο | Neutrum, sächlich nκλίση του εδάφουςκλίση του εδάφους
- Neigungθηλυκό | Femininum, weiblich f (προς zu)κλίση ροπή μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφHangαρσενικό | Maskulinum, männlich mκλίση ροπή μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκλίση ροπή μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Steigungsgradαρσενικό | Maskulinum, männlich mκλίση δρόμουκλίση δρόμου
- Beugungθηλυκό | Femininum, weiblich fκλίση γραμματική | GrammatikγραμμFlexionθηλυκό | Femininum, weiblich fκλίση γραμματική | Grammatikγραμμκλίση γραμματική | Grammatikγραμμ
exemples
- κλίση πλοίου ναυτικός όρος | Nautik, SchifffahrtναυτSchlagseiteθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κλίση στέγηςDachneigungθηλυκό | Femininum, weiblich f