κερνώ
[kjerˈno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- einschenkenκερνώ χύνω σε ποτήρικερνώ χύνω σε ποτήρι
- bewirtenκερνώ φαγητό και ποτόκερνώ φαγητό και ποτό
- anbietenκερνώ προσφέρωκερνώ προσφέρω
- spendieren (κάποιον κάτι jemandem etwas)κερνώ πληρώνωκερνώ πληρώνω