κεκλιμένος
[kjekliˈmenos], κεκλιμένη, κεκλιμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- κεκλιμένη στέγηθηλυκό | Femininum, weiblich fSchrägdachουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- κεκλιμένος πάγκοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mSchrägbankθηλυκό | Femininum, weiblich f