„καύκαλο“: ουδέτερο καύκαλο [ˈkafkalo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Panzer Panzerαρσενικό | Maskulinum, männlich m καύκαλο καύκαλο