„καϊμάκι“: ουδέτερο καϊμάκι [kaiˈmakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Rahm, Sahne, Kaffeeschaum Rahmαρσενικό | Maskulinum, männlich m καϊμάκι περ Sahneθηλυκό | Femininum, weiblich f καϊμάκι περ καϊμάκι περ Kaffeeschaumαρσενικό | Maskulinum, männlich m καϊμάκι στον καφέ καϊμάκι στον καφέ