„καφεΐνη“: θηλυκό καφεΐνη [kafeˈini]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Koffein, Coffein Koffeinουδέτερο | Neutrum, sächlich n καφεΐνη Coffeinουδέτερο | Neutrum, sächlich n καφεΐνη καφεΐνη exemples χωρίς καφεΐνη koffeinfrei χωρίς καφεΐνη