„καυτερός“ καυτερός [kafteˈros], καυτερή, καυτερόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) scharf scharf καυτερός φαγητό καυτερός φαγητό