κατώτατος
[kaˈtotatos], κατώτατη, κατώτατοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- unterste(r, s)κατώτατος ο πιο κάτωκατώτατος ο πιο κάτω
- niedrigste(r, s)κατώτατος τιμή, ποιότητακατώτατος τιμή, ποιότητα
exemples
- κατώτατη ποινήθηλυκό | Femininum, weiblich fMindeststrafeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κατώτατη σύνταξηθηλυκό | Femininum, weiblich fMindestrenteθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κατώτατη τιμήθηλυκό | Femininum, weiblich fMindestgebotουδέτερο | Neutrum, sächlich n
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples