„κατοπινός“ κατοπινός [katopiˈnos], κατοπινή, κατοπινόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) folgend (nach)folgend κατοπινός κατοπινός