„κατονομασία“: θηλυκό κατονομασία [katonomaˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Benennung Benennungθηλυκό | Femininum, weiblich f κατονομασία κατονομασία