„κατηγορούμενος“: αρσενικό κατηγορούμενος [katiɣoˈrumenos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Angeklagter Angeklagterαρσενικό | Maskulinum, männlich m κατηγορούμενος κατηγορούμενος