„καταφέρω“: μεταβατικό ρήμα καταφέρω [kataˈfero]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) versetzen versetzen καταφέρω κτύπημα, πλήγμα καταφέρω κτύπημα, πλήγμα