„κατατρεγμένος“ κατατρεγμένος [katatreɣˈmenos], κατατρεγμένη, κατατρεγμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) gehetzt gehetzt κατατρεγμένος κατατρεγμένος