„κατασταλτικός“ κατασταλτικός [katastaltiˈkos], κατασταλτική, κατασταλτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) hemmend hemmend κατασταλτικός κατασταλτικός