κατασκευή
[kataskjeˈvi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Herstellungθηλυκό | Femininum, weiblich fκατασκευή παραγωγήErzeugungθηλυκό | Femininum, weiblich fκατασκευή παραγωγήκατασκευή παραγωγή
- Konstruktionθηλυκό | Femininum, weiblich fκατασκευή οικοδόμημα, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκατασκευή οικοδόμημα, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
exemples
- κατασκευή αεροσκάφουςFlugzeugbauαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κατασκευή αναχώματοςDeichbauαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κατασκευή μοντέλουModellbauαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples