κατασκήνωση
[kataˈskjinosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Camping(platz)Neutrum, Maskulinum in Klammern n(m)κατασκήνωσηZeltlagerουδέτερο | Neutrum, sächlich nκατασκήνωσηκατασκήνωση
- Zeltenουδέτερο | Neutrum, sächlich nκατασκήνωση δραστηριότητακατασκήνωση δραστηριότητα
exemples
- κατασκήνωση βάσηςBasislagerουδέτερο | Neutrum, sächlich n