„καταναγκασμός“: αρσενικό καταναγκασμός [katanaŋgazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Zwang, Nötigung Zwangαρσενικό | Maskulinum, männlich m καταναγκασμός Nötigungθηλυκό | Femininum, weiblich f καταναγκασμός καταναγκασμός