κατακόρυφος
[kataˈkorifos], κατακόρυφη, κατακόρυφοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- lotrechtκατακόρυφοςκατακόρυφος
exemples
- κατακόρυφη αναστροφήθηλυκό | Femininum, weiblich f αθλητισμός | SportαθλHandstandüberschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich m