„καταδεκτικός“ καταδεκτικός [kataðektiˈkos], καταδεκτική, καταδεκτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) leutselig leutselig καταδεκτικός καταδεκτικός