„κατήφεια“: θηλυκό κατήφεια [kaˈtifja]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Trübsinn Trübsinnαρσενικό | Maskulinum, männlich m κατήφεια κατήφεια