„κατάσβεση“: θηλυκό κατάσβεση [kaˈtazvesi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Löschung Löschungθηλυκό | Femininum, weiblich f κατάσβεση κατάσβεση