„κατάκοπος“ κατάκοπος [kaˈtakopos], κατάκοπη, κατάκοποεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) todmüde todmüde κατάκοπος κατάκοπος