κατάθεση
[kaˈtaθesi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Einzahlungθηλυκό | Femininum, weiblich fκατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμόκατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό
- (Zeugen-)Aussageθηλυκό | Femininum, weiblich fκατάθεση νομικός όρος | Rechtswesenνομκατάθεση νομικός όρος | Rechtswesenνομ
- Niederlegungθηλυκό | Femininum, weiblich fκατάθεση όπλωνκατάθεση όπλων
- Einreichungθηλυκό | Femininum, weiblich fκατάθεση αίτησηςκατάθεση αίτησης
- Ersparnisseπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplκατάθεση πληθυντικός | Pluralpl οικονομίεςκατάθεση πληθυντικός | Pluralpl οικονομίες