„καρύκευμα“: ουδέτερο καρύκευμα [kaˈrikjevma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Gewürz, Würze Gewürzουδέτερο | Neutrum, sächlich n καρύκευμα καρύκευμα Würzeθηλυκό | Femininum, weiblich f καρύκευμα και | undκ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ καρύκευμα και | undκ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ