καρύδι
[kaˈriði]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- (Wal-)Nussθηλυκό | Femininum, weiblich fκαρύδι καρπόςκαρύδι καρπός
- Adamsapfelαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαρύδι ανατομία | Anatomieανατ οικείο | umgangssprachlichοικκαρύδι ανατομία | Anatomieανατ οικείο | umgangssprachlichοικ