καρότσι
[kaˈrotsi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Schubkarreθηλυκό | Femininum, weiblich fκαρότσικαρότσι
- Kinderwagenαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαρότσι παιδικόκαρότσι παιδικό
- Einkaufswagenαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαρότσι για τα ψώνιακαρότσι για τα ψώνια
- Rollstuhlαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαρότσι αναπηρικόκαρότσι αναπηρικό
exemples
- καρότσι αποσκευώνKofferkuliαρσενικό | Maskulinum, männlich m