„καλύβα“: θηλυκό καλύβα [kaˈliva]θηλυκό | Femininum, weiblich f, καλύβι [kaˈlivi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Hütte, Bude Hütteθηλυκό | Femininum, weiblich f καλύβα καλύβα Budeθηλυκό | Femininum, weiblich f καλύβα οικείο | umgangssprachlichοικ ειρωνικά | ironischειρων καλύβα οικείο | umgangssprachlichοικ ειρωνικά | ironischειρων